ItalianoGreco


bovìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [boˈvino]

ο βοδινός

bovìno  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [boˈvino]

βοδινός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


i bovini [αρσ. πλυθ.] = τα βοοειδή



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---