ItalianoGreco


box  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbɔks]

1 διαχωρισμένο τμήμα
2 διαχωρισμένο δωμάτιο ύπνου
3 ορθογώνιο πλαίσιο εκκίνησης (για άλογα ιπποδρόμου)
4 πιτς (για αγώνες αυτοκινήτου)
5 πάρκο για νήπια


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---