ItalianoGreco


bruschézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [brusˈkettsa]

1 αγένεια
2 δριμύτητα
3 αψάδα
4 τραχύτητα χαρακτήρα
5 σκληράδα
6 βαναυσότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---