ItalianoGreco


brutalità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [brutaliˈta]

1 αγριότητα
2 θηριωδία
3 βαναυσότητα
4 βάναυσα ή άγρια λόγια ή πράξεις


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---