ItalianoGreco


brùtto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrutto]

1 σκυλομούρης
2 άνθρωπος ξετσίπωτος
3 ασχημομούρης
4 παρασούσουμος

brùtto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈbrutto]

άσχημος (-η, -ο), παλιός (-ή, -ό)


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


brutta copia [θηλ.] = το πρόχειρο αντίγραφο || brutto periodo [αρσ.] = οι δύσκολες μέρες [f. || brutto sogno [αρσ.] = το κακό όνειρο || brutto tempo [αρσ.] = η κακοκαιρία || fare brutta figura = κάνω κακή εντύπωση



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---