ItalianoGreco


bruttùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [brutˈtura]

1 ακαθαρσία
2 χυδαιότητα
3 αισχρότητα
4 άσχημο ή φρικτό πράγμα
5 χυδαία πράξη


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---