ItalianoGreco


buonumóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [bwonuˈmore]

η ευδιαθεσία, το κέφι


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


essere di buonumore = είμαι ευδιάθετος [-η]



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---