ItalianoGreco


callosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kallosiˈta]

1 αναισθησία
2 όζος
3 τύλος
4 σχηματισμός κάλου
5 κάλος
6 κονδύλωμα
7 σκληρότητα
8 τύλωμα
9 σκλήρωμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---