ItalianoGreco


càmbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkambjo]

1 (cambiamento) η αλλαγή
2 (di valuta) το συνάλλαγμα


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


agente [αρσ. και θηλ.] di cambio = χρηματιστής || agenzia [θηλ.] di cambio = το ανταλλακτήριο συναλλάγματος || dare il cambio = διαδέχομαι || in cambio = σε αντάλλαγμα || in cambio di = σε αντάλλαγμα



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---