ItalianoGreco


candìto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanˈdito]

το ζαχαρωτό

candìto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kanˈdito]

ζαχαρωμένος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


frutta [θηλ.] candita = τα φρουί γκλασέ



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---