ItalianoGreco


candóre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kanˈdore]

1 δικαιοσύνη
2 αμεροληψία
3 λαμπρότητα
4 αντικειμενικότητα
5 λευκότητα εκτυφλωτική
6 λαμπρό λευκό
7 αθωότητα
8 αγνότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---