ItalianoGreco


capàrbio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [kaˈparbjo]

1 ισχυρογνώμονας
2 επίμονος
3 ξεροκέφαλος
4 πεισματάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---