ItalianoGreco


capitolàre  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kapitoˈlare]

1 θεσμός
2 εκκλησιαστικός θεσμός
3 εκκλησιαστικού βιβλίου κεφάλαιο

capitolàre  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kapitoˈlare]

θεσμικός

capitolàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [kapitoˈlare]

1 ενδίδω
2 συγκαταβαίνω
3 παραδίνομαι
4 συνθηκολογώ
5 συμβιβάζομαι
6 υποχωρώ


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---