carènza
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kaˈrɛntsa]
1 έλλειμμα
2 γλισχρότητα
3 ανάγκη
4 στέρηση
5 έλλειψη
6 σπανιότητα
7 στενότητα
8 ανεπάρκεια
9 ανάγκη αποθεμάτων για ζωή
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [kaˈrɛntsa]
1 έλλειμμα
2 γλισχρότητα
3 ανάγκη
4 στέρηση
5 έλλειψη
6 σπανιότητα
7 στενότητα
8 ανεπάρκεια
9 ανάγκη αποθεμάτων για ζωή
permalink
carenza (θηλ.ουσ)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android