ItalianoGreco


càsa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkasa], [ˈkaza]

1 το σπίτι
2 (ditta) ο οίκος


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


andare a casa = πάω στο σπίτι || casa [θηλ.] chiusa = ο οίκος ανοχής || casa [θηλ.] dello studente = η φοιτητική εστία || casa [θηλ.] discografica = η δισκογραφική εταιρία || casa [θηλ.] editrice = ο εκδοτικός οίκος || casa [θηλ.] popolare = η λαϊκή κατοικία || essere a casa = είμαι στο σπίτι || fare gli onori di casa = κάνω τον οικοδεσπότη || fatto in casa = σπιτικός [-ή, -ό] || lavori [αρσ. πλυθ.] di casa = τα οικιακά || mutuo [αρσ.] sulla casa = το στεγαστικό δάνειο



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---