ItalianoGreco


càusa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈkawza]

1 (motivo) η αιτία
2 diritto η δίκη, η αγωγή


permalink


Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


fare causa a qualcuno = κάνω αγωγή σε κανέναν



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---