ItalianoGreco


causàle  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kawˈzale]

1 ερέθισμα
2 κίνητρο
3 αφορμή
4 αιτία
5 αιτιολογική πρόταση

causàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [kawˈzale]

1 προερχόμενος από αιτία
2 αιτιώδης
3 αιτιολογικός


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---