censùra
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈsura]
1 λογοκρισία
2 επιβολή περικοπών σε πνευματικά έργα ή σε ειδήσεις
3 αποδοκιμασία
4 συμβούλιο λογοκρισίας
5 αυστηρή κριτική
ουσιαστικό θηλυκό
Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈsura]
1 λογοκρισία
2 επιβολή περικοπών σε πνευματικά έργα ή σε ειδήσεις
3 αποδοκιμασία
4 συμβούλιο λογοκρισίας
5 αυστηρή κριτική
permalink
censura (θηλ.ουσ)

Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android