ItalianoGreco


cérca  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧerka]

1 ανίχνευση
2 διερεύνηση
3 ψάξιμο
4 αναδίφηση
5 έρευνα
6 αναζήτηση
7 έρανος
8 εξερεύνηση


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---