ItalianoGreco


chincaglierìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [kinkaʎʎeˈria]

1 μαγαζί δώρων
2 μαγαζί ειδών κιγκαλερίας
3 ψιλικατζίδικο
4 μικροπράγματα
5 κιγκαλερία
6 διακοσμητικά αντικείμενα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z