ItalianoGreco


cianografìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧanograˈfia]

1 κυανοτυπία (αντίγραφο με χρήση αμμωνίας) (παλιά μέθοδος δημιουργίας φωτοαντιγράφων)
2 σχέδιο μηχανολογικό ή άλλο


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---