Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciclopìsta  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [,ʧikloˈpista]

1 δρόμος για ποδήλατα
2 πίστα ποδηλάτων


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ciclopico ciclopropano  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ciclomotorista (ουσ αρσ και θηλ.)
ciclone (ουσ αρσ )
ciclonico (επίθ.)
ciclope (ουσ αρσ )
ciclopico (επίθ.)
ciclopista (θηλ.ουσ)
ciclopropano (ουσ αρσ )
ciclostilare (ρ. μτβ.)
ciclostile (ουσ αρσ )
ciclotrone (ουσ αρσ )
cicloturismo (ουσ αρσ )
cicloturista (ουσ αρσ και θηλ.)
cicogna (θηλ.ουσ)
cicoria (θηλ.ουσ)
cicuta (θηλ.ουσ)
ciecamente (επίρ.)
cieco (ουσ αρσ )
cieco (επίθ.)
cielo (ουσ αρσ )
cifosi (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---