Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ciecaménte  
επίρρημα

Προσφορά I.P.A.: [ʧekaˈmente]

1 απερίσκεπτα
2 τυφλά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cicuta cieco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cicloturismo (ουσ αρσ )
cicloturista (ουσ αρσ και θηλ.)
cicogna (θηλ.ουσ)
cicoria (θηλ.ουσ)
cicuta (θηλ.ουσ)
ciecamente (επίρ.)
cieco (ουσ αρσ )
cieco (επίθ.)
cielo (ουσ αρσ )
cifosi (θηλ.ουσ)
cifra (θηλ.ουσ)
cifrare (ρ. μτβ.)
cifrario (ουσ αρσ )
cifrato (επίθ.)
cifratura (θηλ.ουσ)
cigliato (ουσ αρσ )
cigliato (επίθ.)
ciglio (ουσ αρσ )
ciglione (ουσ αρσ )
cigna (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---