Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcigliàto
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧiʎˈʎato] πρωτόζωο υποδιαίρεσης ciliophora cigliàto επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʧiʎˈʎato] βλεφαριδωτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |