Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cigliàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiʎˈʎato]

πρωτόζωο υποδιαίρεσης ciliophora

cigliàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧiʎˈʎato]

βλεφαριδωτός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cifratura ciglio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cifra (θηλ.ουσ)
cifrare (ρ. μτβ.)
cifrario (ουσ αρσ )
cifrato (επίθ.)
cifratura (θηλ.ουσ)
cigliato (ουσ αρσ )
cigliato (επίθ.)
ciglio (ουσ αρσ )
ciglione (ουσ αρσ )
cigna (θηλ.ουσ)
cignale (ουσ αρσ )
cigno (ουσ αρσ )
cigolamento (ουσ αρσ )
cigolare (ρ.αμτβ.)
cigolio (ουσ αρσ )
Cile (ουσ αρσ )
cilecca (θηλ.ουσ)
cileno (ουσ αρσ )
cileno (επίθ.)
cilestrino (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---