Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cimùrro  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈmurro]

1 αρρώστια αλόγων (βλέννα ίππων)
2 αδιαθεσία ζώου
3 γερό κρύωμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cimosa cina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cimiteriale (επίθ.)
cimitero (ουσ αρσ )
cimolo (ουσ αρσ )
cimometro (ουσ αρσ )
cimosa (θηλ.ουσ)
cimurro (ουσ αρσ )
cina (θηλ.ουσ)
cinabro (ουσ αρσ )
cincia (θηλ.ουσ)
cinciallegra (θηλ.ουσ)
cincillà (ουσ αρσ )
cincin (ουσ αρσ )
cincinno (ουσ αρσ )
cincischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cincischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
cincischione (ουσ αρσ )
cincona (θηλ.ουσ)
cinconina (θηλ.ουσ)
cinconismo (ουσ αρσ )
cine (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---