Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cincischióne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧinʧisˈkjone]

1 αργόσχολος
2 χασομέρης


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cincischiarsi cincona  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cincillà (ουσ αρσ )
cincin (ουσ αρσ )
cincinno (ουσ αρσ )
cincischiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cincischiarsi (ρ.μ. (αντων.))
cincischione (ουσ αρσ )
cincona (θηλ.ουσ)
cinconina (θηλ.ουσ)
cinconismo (ουσ αρσ )
cine (ουσ αρσ )
cineamatore (ουσ αρσ )
cineasta (ουσ αρσ και θηλ.)
cinecamera (θηλ.ουσ)
cineclub (ουσ αρσ )
cinedilettante (ουσ αρσ και θηλ.)
cinedilettantismo (ουσ αρσ )
cinedo (ουσ αρσ )
cineforum (ουσ αρσ )
cinegetico (επίθ.)
cinegiornale (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---