Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cineràrio  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧineˈrarjo]

1 τεφροδόχη
2 τεφροφυλάκιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cineraria cinereo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinematografo (ουσ αρσ )
cineparco (ουσ αρσ )
cinepresa (θηλ.ουσ)
cinerama (ουσ αρσ )
cineraria (θηλ.ουσ)
cinerario (αρσ. επίθ και ουσ)
cinereo (επίθ.)
cineromanzo (ουσ αρσ )
cinese (ουσ αρσ και θηλ.)
cinese (επίθ.)
cineseria (θηλ.ουσ)
cinesica (θηλ.ουσ)
cinesiologia (θηλ.ουσ)
cinesiterapia (θηλ.ουσ)
cinesiterapista (ουσ αρσ και θηλ.)
cineteca (θηλ.ουσ)
cinetica (θηλ.ουσ)
cinetico (επίθ.)
cingallegra (θηλ.ουσ)
cingere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---