Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cinematògrafo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧinemaˈtɔgrafo]

1 κινηματογραφική βιομηχανία
2 κινηματογράφος
3 σινεμά
4 σόου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cinematografico cineparco  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinematico (επίθ.)
cinematografare (ρ. μτβ.)
cinematografaro (ουσ αρσ )
cinematografia (θηλ.ουσ)
cinematografico (επίθ.)
cinematografo (ουσ αρσ )
cineparco (ουσ αρσ )
cinepresa (θηλ.ουσ)
cinerama (ουσ αρσ )
cineraria (θηλ.ουσ)
cinerario (αρσ. επίθ και ουσ)
cinereo (επίθ.)
cineromanzo (ουσ αρσ )
cinese (ουσ αρσ και θηλ.)
cinese (επίθ.)
cineseria (θηλ.ουσ)
cinesica (θηλ.ουσ)
cinesiologia (θηλ.ουσ)
cinesiterapia (θηλ.ουσ)
cinesiterapista (ουσ αρσ και θηλ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---