Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcinguettìo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧingwetˈtio] 1 κελάηδισμα 2 κελαηδισμός 3 φλυαρία 4 τερέτισμα 5 τιτίβισμα 6 κελάηδημα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |