Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cinquantènne  
αρσενικό και θηλ επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧinkwanˈtɛnne]

ο διάρκειας ή ηλικίας πενήντα ετών


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cinquantenario cinquantennio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cinofilo (επίθ.)
cinquanta ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
cinquantamila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
cinquantenario (ουσ αρσ )
cinquantenario (επίθ.)
cinquantenne (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cinquantennio (ουσ αρσ )
cinquantesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
cinquantina (θηλ.ουσ)
cinque ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
cinquecentesco (επίθ.)
cinquecentesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
cinquecentista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cinquecentistico (επίθ.)
cinquecento (επίθ.)
cinquefoglie (ουσ αρσ )
cinquemila ( απόλ. αριθμ. επίθ.)
cinquenne (επίθ.)
cinquina (θηλ.ουσ)
cinta (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---