Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcìrco
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧirko] το τσίρκο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcirco [αρσ.] equestre = το ιπποδρόμιο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |