Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cìrco  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧirko]

το τσίρκο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  circense circolante  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


circo [αρσ.] equestre = το ιπποδρόμιο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

circa (ουσ αρσ )
circa (πρόθ.)
circa (επίρ.)
circe (θηλ.ουσ)
circense (αρσ. επίθ και ουσ)
circo (ουσ αρσ )
circolante (ουσ αρσ και θηλ.)
circolante (επίθ.)
circolare (θηλ.ουσ)
circolare (επίθ.)
circolare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
circolarmente (επίρ.)
circolatorio (επίθ.)
circolazione (θηλ.ουσ)
circolo (ουσ αρσ )
circoncidere (ρ. μτβ.)
circoncisione (θηλ.ουσ)
circonciso (αρσ. επίθ και ουσ)
circondabile (επίθ.)
circondare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---