ItalianoGreco


cispóso  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧisˈposo], [ʧisˈpozo]

1 θαμπωμένος από κούραση ή ύπνο
2 βουρκωμένος
3 θολωμένος από νερό ή δάκρυα
4 τσιμπλιάρης


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---