Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cistèrna  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧisˈtɛrna]

το δεξαμενόπλοιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cistectomia cisternista  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cisposità (θηλ.ουσ)
cisposo (επίθ.)
cista (θηλ.ουσ)
ciste (θηλ.ουσ)
cistectomia (θηλ.ουσ)
cisterna (θηλ.ουσ)
cisternista (ουσ αρσ και θηλ.)
cisti (θηλ.ουσ)
cisticerco (ουσ αρσ )
cisticercosi (θηλ.ουσ)
cistico (επίθ.)
cistifellea (θηλ.ουσ)
cistite (θηλ.ουσ)
cisto (ουσ αρσ )
cistografia (θηλ.ουσ)
cistopielite (θηλ.ουσ)
cistoscopia (θηλ.ουσ)
cistoscopio (ουσ αρσ )
cistostomia (θηλ.ουσ)
cistotomia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---