Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cistoscopìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧistoskoˈpia]

κυστοσκοπία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cistopielite cistoscopio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cistifellea (θηλ.ουσ)
cistite (θηλ.ουσ)
cisto (ουσ αρσ )
cistografia (θηλ.ουσ)
cistopielite (θηλ.ουσ)
cistoscopia (θηλ.ουσ)
cistoscopio (ουσ αρσ )
cistostomia (θηλ.ουσ)
cistotomia (θηλ.ουσ)
citabile (επίθ.)
citante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
citare (ρ. μτβ.)
citarista (ουσ αρσ και θηλ.)
citatore (ουσ αρσ )
citatoria (θηλ.ουσ)
citazione (θηλ.ουσ)
citera (θηλ.ουσ)
citeriore (επίθ.)
citiso (ουσ αρσ )
citochimica (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---