Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


citofagìa  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧitofaˈʤia]

κυτταροφαγία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  citocromo citofonare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

citera (θηλ.ουσ)
citeriore (επίθ.)
citiso (ουσ αρσ )
citochimica (θηλ.ουσ)
citocromo (ουσ αρσ )
citofagia (θηλ.ουσ)
citofonare (ρ.αμτβ.)
citofono (ουσ αρσ )
citogenetica (θηλ.ουσ)
citologia (θηλ.ουσ)
citologico (επίθ.)
citologo (ουσ αρσ )
citoplasma (ουσ αρσ )
citostatico (επίθ.)
citostoma (ουσ αρσ )
citrato (ουσ αρσ )
citrico (επίθ.)
citrino (επίθ.)
citronella (θηλ.ουσ)
citrulleria (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---