Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


citòfono  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈtɔfono]

το εσωτερικό τηλέφωνο, το θυροτηλέφωνο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  citofonare citogenetica  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

citiso (ουσ αρσ )
citochimica (θηλ.ουσ)
citocromo (ουσ αρσ )
citofagia (θηλ.ουσ)
citofonare (ρ.αμτβ.)
citofono (ουσ αρσ )
citogenetica (θηλ.ουσ)
citologia (θηλ.ουσ)
citologico (επίθ.)
citologo (ουσ αρσ )
citoplasma (ουσ αρσ )
citostatico (επίθ.)
citostoma (ουσ αρσ )
citrato (ουσ αρσ )
citrico (επίθ.)
citrino (επίθ.)
citronella (θηλ.ουσ)
citrulleria (θηλ.ουσ)
citrullo (ουσ αρσ )
città (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---