Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


citrùllo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧiˈtrullo]

1 ηλίθιος
2 βλάκας
3 ανόητος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  citrulleria città  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

citrato (ουσ αρσ )
citrico (επίθ.)
citrino (επίθ.)
citronella (θηλ.ουσ)
citrulleria (θηλ.ουσ)
citrullo (ουσ αρσ )
città (θηλ.ουσ)
cittadella (θηλ.ουσ)
cittadina (θηλ.ουσ)
cittadinanza (θηλ.ουσ)
cittadinesco (επίθ.)
cittadino (ουσ αρσ )
cittadino (επίθ.)
ciucaggine (θηλ.ουσ)
ciucca (θηλ.ουσ)
ciucciare (ρ. μτβ.)
ciuccio (ουσ αρσ )
ciucco (επίθ.)
ciuco (αρσ. επίθ και ουσ)
ciuffo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---