Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cittadèlla  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧittaˈdɛlla]

1 κάστρο
2 ακρόπολη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  città cittadina  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

citrino (επίθ.)
citronella (θηλ.ουσ)
citrulleria (θηλ.ουσ)
citrullo (ουσ αρσ )
città (θηλ.ουσ)
cittadella (θηλ.ουσ)
cittadina (θηλ.ουσ)
cittadinanza (θηλ.ουσ)
cittadinesco (επίθ.)
cittadino (ουσ αρσ )
cittadino (επίθ.)
ciucaggine (θηλ.ουσ)
ciucca (θηλ.ουσ)
ciucciare (ρ. μτβ.)
ciuccio (ουσ αρσ )
ciucco (επίθ.)
ciuco (αρσ. επίθ και ουσ)
ciuffo (ουσ αρσ )
ciuffolotto (ουσ αρσ )
ciurma (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---