Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόclàcson
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈklakson] το κλάξον permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαsuonare il claxon = κορνάρω Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |