Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clàcson  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈklakson]

το κλάξον


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  clacchista cladofillo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


suonare il claxon = κορνάρω


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

civilizzazione (θηλ.ουσ)
civilmente (επίρ.)
civiltà (θηλ.ουσ)
civismo (ουσ αρσ )
clacchista (ουσ αρσ και θηλ.)
clacson (ουσ αρσ )
cladofillo (ουσ αρσ )
clamidato (επίθ.)
clamide (θηλ. επίθ και ουσ)
clamore (ουσ αρσ )
clamoroso (επίθ.)
clan (ουσ αρσ )
clandestinità (θηλ.ουσ)
clandestino (ουσ αρσ )
clandestino (επίθ.)
clangore (ουσ αρσ )
claque (θηλ.ουσ)
clarinettista (ουσ αρσ και θηλ.)
clarinetto (ουσ αρσ )
clarinista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---