Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


clorofòrmio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [kloroˈfɔrmjo]

χλωροφόρμιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  clorofilliano cloroformizzare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cloridrato (ουσ αρσ )
cloridrico (επίθ.)
cloro (ουσ αρσ )
clorofilla (θηλ.ουσ)
clorofilliano (επίθ.)
cloroformio (ουσ αρσ )
cloroformizzare (ρ. μτβ.)
cloroformizzazione (θηλ.ουσ)
cloroplasto (ουσ αρσ )
clorosi (θηλ.ουσ)
clorotetraciclina (θηλ.ουσ)
clorotico (επίθ.)
clorurare (ρ. μτβ.)
clorurazione (θηλ.ουσ)
cloruro (ουσ αρσ )
clou (αρσ. επίθ και ουσ)
clown (ουσ αρσ )
clownesco (επίθ.)
club (ουσ αρσ )
coabitare (ρ.αμτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---