Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcloròsi, clòrosi
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [kloˈrɔzi], [ˈklɔrozi] 1 αρρώστια κιτρινίσματος φύλλων 2 αναιμία από έλλειψη σιδήρου 3 χλώρωση permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |