Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcoabitazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [koabitatˈtsjone] 1 συνοίκηση 2 συστέγαση 3 συγκατοίκηση 4 σπίτωμα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |