Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coacèrvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koaˈʧɛrvo]

1 συναγωγή
2 σχηματισμός μεγάλου σωρού
3 σύναγμα
4 συγκέντρωση
5 συσσώρευση
6 επισώρευση
7 στοίβαγμα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coacervare coadiutorato  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

clownesco (επίθ.)
club (ουσ αρσ )
coabitare (ρ.αμτβ.)
coabitazione (θηλ.ουσ)
coacervare (ρ. μτβ.)
coacervo (ουσ αρσ )
coadiutorato (ουσ αρσ )
coadiutore (ουσ αρσ )
coadiuvante (ουσ αρσ και θηλ.)
coadiuvante (επίθ.)
coadiuvare (ρ. μτβ.)
coagulabile (επίθ.)
coagulamento (ουσ αρσ )
coagulante (ουσ αρσ )
coagulante (επίθ.)
coagulare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
coagularsi (ρ. μ. αμτβ.)
coagulativo (επίθ.)
coagulazione (θηλ.ουσ)
coagulo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---