ItalianoGreco


coacèrvo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koaˈʧɛrvo]

1 συναγωγή
2 σχηματισμός μεγάλου σωρού
3 σύναγμα
4 συγκέντρωση
5 συσσώρευση
6 επισώρευση
7 στοίβαγμα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---