Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcoattività
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [koattiviˈta] 1 καταναγκασμός 2 περιορισμός 3 πίεση 4 εξαναγκασμός 5 πειθαναγκασμός 6 επιβολή permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |