Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coattività  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koattiviˈta]

1 καταναγκασμός
2 περιορισμός
3 πίεση
4 εξαναγκασμός
5 πειθαναγκασμός
6 επιβολή


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coattazione coattivo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coartare (ρ. μτβ.)
coartazione (θηλ.ουσ)
coassiale (επίθ.)
coassicurazione (θηλ.ουσ)
coattazione (θηλ.ουσ)
coattività (θηλ.ουσ)
coattivo (επίθ.)
coatto (αρσ. επίθ και ουσ)
coautore (ουσ αρσ )
coazione (θηλ.ουσ)
cobalto (ουσ αρσ )
cobaltoterapia (θηλ.ουσ)
cobelligerante (ουσ αρσ και θηλ.)
cobelligerante (επίθ.)
cobelligeranza (θηλ.ουσ)
cobra (ουσ αρσ )
coca (θηλ.ουσ)
coca–cola (θηλ.ουσ)
cocaina (θηλ.ουσ)
cocainico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---