Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coattìvo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [koatˈtivo]

1 αναντίρρητος
2 αδήριτος
3 πιεστικός
4 υποχρεωτικός
5 στανικός
6 αναγκαίος
7 εξαναγκαστικός
8 επιτακτικός
9 αναγκαστικός
10 επιβεβλημένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coattività coatto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coartazione (θηλ.ουσ)
coassiale (επίθ.)
coassicurazione (θηλ.ουσ)
coattazione (θηλ.ουσ)
coattività (θηλ.ουσ)
coattivo (επίθ.)
coatto (αρσ. επίθ και ουσ)
coautore (ουσ αρσ )
coazione (θηλ.ουσ)
cobalto (ουσ αρσ )
cobaltoterapia (θηλ.ουσ)
cobelligerante (ουσ αρσ και θηλ.)
cobelligerante (επίθ.)
cobelligeranza (θηλ.ουσ)
cobra (ουσ αρσ )
coca (θηλ.ουσ)
coca–cola (θηλ.ουσ)
cocaina (θηλ.ουσ)
cocainico (επίθ.)
cocainismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---