coattìvo
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [koatˈtivo]
1 αναντίρρητος
2 αδήριτος
3 πιεστικός
4 υποχρεωτικός
5 στανικός
6 αναγκαίος
7 εξαναγκαστικός
8 επιτακτικός
9 αναγκαστικός
10 επιβεβλημένος
επίθετο
Προσφορά I.P.A.: [koatˈtivo]
1 αναντίρρητος
2 αδήριτος
3 πιεστικός
4 υποχρεωτικός
5 στανικός
6 αναγκαίος
7 εξαναγκαστικός
8 επιτακτικός
9 αναγκαστικός
10 επιβεβλημένος
permalink
coattivo (επίθ.)
Οι Ιστοτοποι Μασ
- Dizionario italiano
- Grammatica italiana
- Verbi Italiani
- Dizionario latino
- Dizionario greco antico
- Dizionario francese
- Dizionario inglese
- Dizionario tedesco
- Dizionario spagnolo
- Dizionario greco moderno
- Dizionario piemontese
En français
In english
In Deutsch
En español
Em portugues
По русски
Στα ελληνικά
Ën piemontèis
Οι κινητές εφαρμογές μας
Android