Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coefficiènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koeffiˈʧɛntsa]

1 συνένζυμο
2 συντελούσα αιτία
3 προκαλούσα αιτία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coefficiente coefora  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

codrione (ουσ αρσ )
coeditore (ουσ αρσ )
coedizione (θηλ.ουσ)
coeducazione (θηλ.ουσ)
coefficiente (ουσ αρσ )
coefficienza (θηλ.ουσ)
coefora (θηλ.ουσ)
coenzima (ουσ αρσ )
coercibile (επίθ.)
coercibilità (θηλ.ουσ)
coercitivo (επίθ.)
coercizione (θηλ.ουσ)
coerede (ουσ αρσ )
coerede (θηλ.ουσ)
coeredità (θηλ.ουσ)
coerente (επίθ.)
coerenza (θηλ.ουσ)
coesecutore (ουσ αρσ )
coesione (θηλ.ουσ)
coesistente (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---