Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcoercizióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [koerʧitˈtsjone] 1 καταναγκασμός 2 πειθαναγκασμός 3 περιορισμός 4 εξαναγκασμός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |