Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


coesistènza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [koezisˈtɛntsa]

συνύπαρξη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  coesistente coesistere  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

coerente (επίθ.)
coerenza (θηλ.ουσ)
coesecutore (ουσ αρσ )
coesione (θηλ.ουσ)
coesistente (επίθ.)
coesistenza (θηλ.ουσ)
coesistere (ρ.αμτβ.)
coesivo (αρσ. επίθ και ουσ)
coesore (ουσ αρσ )
coetaneo (ουσ αρσ )
coetaneo (επίθ.)
coevo (επίθ.)
cofanetto (ουσ αρσ )
cofano (ουσ αρσ )
coffa (θηλ.ουσ)
cofirmatario (ουσ αρσ )
cogerente (ουσ αρσ και θηλ.)
cogestione (θηλ.ουσ)
cogitabondo (επίθ.)
cogitare (ρ. μτβ. και αμετβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---