Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cognóme, cognòme
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [koɲˈɲome], [koɲˈɲɔme]

το επώνυμο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cognizione coguaro  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


nome [αρσ.] e cognome [αρσ.] = το ονοματεπώνυμο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cognac (ουσ αρσ )
cognata (θηλ.ουσ)
cognato (ουσ αρσ )
cognito (επίθ.)
cognizione (θηλ.ουσ)
cognome (ουσ αρσ )
coguaro (ουσ αρσ )
coibentare (ρ. μτβ.)
coibentazione (θηλ.ουσ)
coibente (ουσ αρσ )
coibente (επίθ.)
coibenza (θηλ.ουσ)
coiffeur (ουσ αρσ )
coimputato (αρσ. επίθ και ουσ)
coincidente (επίθ.)
coincidenza (θηλ.ουσ)
coincidere (ρ.αμτβ.)
coinquilino (ουσ αρσ )
cointeressare (ρ. μτβ.)
cointeressato (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---