Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcoibènte
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [koiˈbɛnte] υλικό δυσθερμαγωγό coibènte επίθετο Προσφορά I.P.A.: [koiˈbɛnte] 1 μη αγώγιμος 2 μονωτικός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |